Επίθετο
/pɾeðisˈpwesto/
Η λέξη "predispuesto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι φυσικά ή ψυχολογικά προδιατεθειμένος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την ιδέα του να είναι κάποιος ανοιχτός σε συγκεκριμένες σκέψεις, συναισθήματα ή συμπεριφορές. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και μπορεί να συναντηθεί τόσο σε προφορικό λόγο όσο και σε γραπτό περιβάλλον, αν και συχνότερα εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.
Αυτός είναι προδιατεθειμένος να αποδεχτεί νέες ιδέες.
Ella siempre ha estado predispuesta a ayudar a los demás.
Αυτή πάντα ήταν προδιατεθειμένη να βοηθά τους άλλους.
Los niños están predispuestos a aprender cuando se divierten.
Η λέξη "predispuesto" δεν έχει πολλαπλές εδραιωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω υπάρχουν μερικές προτάσεις που δείχνουν την χρήση της σε διάφορα πλαίσια:
Ejemplo: Ella está predispuesta a participar en el proyecto.
Tener una predisposición hacia.
Ejemplo: Juan tiene una predisposición hacia el deporte.
Estar predispuesto para el éxito.
Η λέξη "predispuesto" προέρχεται από τη λατινική λέξη "praedispositus", η οποία συνδυάζει το "prae-" (προ) και "disponere" (διαθέτω, οργανώνω).
Συνώνυμα: - Proclive - Inclinado - Dispuesto
Αντώνυμα: - Reacio - Indiferente - Desinteresado