Preeminencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
preeminencia [pɾe.e.miˈnen.θja]
Η λέξη preeminencia αναφέρεται στη κατάσταση ή ποιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι ανώτερος ή πιο σημαντικός από άλλους. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως η επιστήμη, η τέχνη, η πολιτική και οι κοινωνικές σχέσεις. Είναι μια λέξη που συναντάται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και η γραπτή χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε επίσημα κείμενα.
La preeminencia de esta universidad se debe a su excelencia académica.
(Η υπεροχή αυτού του πανεπιστημίου οφείλεται στην ακαδημαϊκή του αριστεία.)
En la política, la preeminencia de algunos líderes es innegable.
(Στην πολιτική, η κυριαρχία ορισμένων ηγετών είναι αναμφισβήτητη.)
Η λέξη preeminencia χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις.
La preeminencia en el conocimiento es clave para el progreso.
(Η υπεροχή στη γνώση είναι το κλειδί για την πρόοδο.)
La preeminencia de la innovación determina el éxito en el mercado.
(Η κυριαρχία της καινοτομίας καθορίζει την επιτυχία στην αγορά.)
La preeminencia de su obra en la literatura es ampliamente reconocida.
(Η προεξοχή του έργου του στη λογοτεχνία είναι ευρέως αναγνωρίσιμη.)
Η λέξη preeminencia προέρχεται από το λατινικό "praeminentia", που σημαίνει "υπεροχή" ή "προεξοχή", το οποίο αποτελείται από το "prae" (προ) και το "eminere" (να αναδεικνύεται).
Συνώνυμα: - superioridad (ανωτερότητα) - dominio (κυριαρχία)
Αντώνυμα: - inferioridad (κατωτερότητα) - subordinación (υποταγή)