Το "prefabricado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "prefabricado" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [pɾe.fa.bɾiˈka.ðo].
Η λέξη "prefabricado" αναφέρεται σε δομικά στοιχεία που έχουν κατασκευαστεί σε εργοστάσιο και στη συνέχεια μεταφέρονται στον χώρο κατασκευής για να συναρμολογηθούν. Συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα της οικοδομής, της αρχιτεκτονικής και της μηχανολογίας.
Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν το χτίσιμο και την κατασκευή.
"Τα προκατασκευασμένα κτίρια είναι πιο γρήγορα στην κατασκευή."
"La tendencia de usar materiales prefabricados está en aumento."
"Η τάση να χρησιμοποιούνται προκατασκευασμένα υλικά αυξάνεται."
"El uso de casas prefabricadas puede reducir los costos de construcción."
Η λέξη "prefabricado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες παραλλαγές και συνδυασμούς που εκφράζουν την έννοια της προετοιμασίας ή της έμμεσης κατασκευής.
"Το προκατασκευασμένο έπιπλο είναι μια πρακτική λύση για κάθε σπίτι."
"Las secciones prefabricadas de la carretera facilitaron la construcción."
"Οι προκατασκευασμένες ενότητες του δρόμου διευκόλυναν την κατασκευή."
"Un proyecto exitoso de edificio prefabricado requiere una planificación cuidadosa."
"Ένα επιτυχημένο έργο προκατασκευασμένου κτιρίου απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό."
"La modularidad de los prefabricados permite cambios rápidos en el diseño."
Η λέξη "prefabricado" προέρχεται από το πρόθεμα "pre-" που σημαίνει "προ" και τη λέξη "fabricado", η οποία είναι το παθητικό συμμετοχής του ρήματος "fabricar" που σημαίνει "να κατασκευάζω".
Συνώνυμα: - Modulado (αρθρωτό, σε σχέση με την κατασκευή). - Construido en fábrica (κατασκευασμένο εργοστασιακά).
Αντώνυμα: - Hecho a mano (χειροποίητο, αναφερόμενο σε αντικείμενα που είναι φτιαγμένα με το χέρι). - Personalizado (προσωποποιημένο, που έχει σχεδιαστεί ειδικά για έναν συγκεκριμένο πελάτη).