Η λέξη "preferente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "preferente" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /pɾe.feˈɾen.te/
Η λέξη "preferente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει προτεραιότητα ή προτιμάται σε σχέση με άλλο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και βρίσκουμε τη λέξη σε τόσο γραπτά όσο και προφορικά συμφραζόμενα, αν και ενδέχεται να εμφανίζεται περισσότερο σε επίσημα ή νομικά κείμενα.
La solución preferente es la más adecuada para el problema.
(Η προτιμητέα λύση είναι η πιο κατάλληλη για το πρόβλημα.)
En este momento, las acciones preferentes tienen un valor más alto.
(Αυτή τη στιγμή, οι προτιμώμενες μετοχές έχουν υψηλότερη αξία.)
Es recomendable elegir una opción preferente para reducir el riesgo.
(Είναι σκόπιμο να επιλεγεί μία προτιμητέα επιλογή για να μειωθεί ο κίνδυνος.)
Η λέξη "preferente" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Σημαίνει ότι κάποιος έχει συνήθως καλύτερη ή πιο ευνοϊκή μεταχείριση από άλλους.
Líneas preferentes.
(Προτιμημένες γραμμές.)
Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε γραμμές ή υπηρεσίες που δίνουν προτεραιότητα ή πλεονέκτημα σε ορισμένα άτομα.
Acceso preferente.
(Προνομιακή πρόσβαση.)
Αναφέρεται σε πρόσβαση που παρέχεται σε ορισμένα άτομα ή ομάδες συχνά λόγω ειδικών συνθηκών ή προτεραιοτήτων.
Condiciones preferentes.
(Προνομιακές συνθήκες.)
Η λέξη "preferente" προέρχεται από το ρήμα "preferir", που σημαίνει "προτιμώ", και έχει τις λατινικές ρίζες προερχόμενες από το "praeferre", που σημαίνει "να προτιμάω".
Συνώνυμα: - Preferible (προτιμότερος) - Ventajoso (ευνοϊκός)
Αντώνυμα: - Despreciable (παραμελητέος) - Indeseable (μη επιθυμητός)