Το "preferir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "preferir": /pɾe.feˈɾiɾ/
Το "preferir" σημαίνει "να επιλέγεις κάτι περισσότερο από κάτι άλλο" ή "να έχεις προτίμηση". Είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα στην ισπανική γλώσσα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Η χρήση του είναι κάπως πιο συχνή στον προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι συχνά συζητούν για προτιμήσεις και επιλογές.
Me gusta el café, pero prefiero el té.
Μου αρέσει ο καφές, αλλά προτιμώ το τσάι.
Ella prefiere leer libros en lugar de ver películas.
Αυτή προτιμά να διαβάζει βιβλία αντί να βλέπει ταινίες.
En este restaurante, prefiero el pescado al pollo.
Σε αυτό το εστιατόριο, προτιμώ το ψάρι παρά το κοτόπουλο.
Το "preferir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Prefiero mil veces...
Προτιμώ χίλιες φορές...
Σημαίνει ότι κάτι θεωρείται σαφώς πιο επιθυμητό.
Más vale que prefieras...
Καλύτερα να προτιμήσεις...
Δηλώνει ότι η προτίμηση κάποιου για κάτι μπορεί να είναι σε βάρος ενός χειρότερου αποτελέσματος.
Prefiero no hablar de eso.
Προτιμώ να μην μιλήσω γι' αυτό.
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να αποφύγει ένα θέμα.
Prefiero que me digas la verdad.
Προτιμώ να μου πεις την αλήθεια.
Δηλώνει την προτίμηση για ειλικρίνεια.
Si eres como yo, prefieres lo simple.
Αν είσαι όπως εγώ, προτιμάς το απλό.
Σημαίνει ότι υπάρχει μια κοινή προτίμηση ανάμεσα σε άτομα.
Η λέξη "preferir" προέρχεται από το λατινικό "praeferre", το οποίο σημαίνει "να φέρεις μπροστά" ή "να προτιμήσεις".
Συνώνυμα: - elegir (να επιλέξεις) - optar (να επιλέξεις)
Αντώνυμα: - rechazar (να απορρίψεις) - despreciar (να περιφρονήσεις)