Το "pregonar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "pregonar": /pɾeɣoˈnaɾ/
Το "pregonar" σημαίνει να διακηρύσσει ή να αναγγέλλει κάτι δημόσια. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την πράξη της προώθησης πληροφοριών, συνήθως με ενθουσιασμό ή σε δημόσιες συγκεντρώσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται με καλή συχνότητα στον προφορικό και γραπτό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένη σε περιβάλλοντα όπως η δημόσια ομιλία ή το γράψιμο ειδήσεων.
El orador comenzó a pregonar su mensaje de esperanza.
(Ο ομιλητής άρχισε να προκηρύσσει το μήνυμα ελπίδας.)
En la plaza del pueblo, todos podían oír a los vendedores pregonar su mercancía.
(Στην πλατεία του χωριού, όλοι μπορούσαν να ακούσουν τους πωλητές να διακηρύσσουν τα προϊόντα τους.)
Το "pregonar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που αναφέρονται σε κοινοποιήσεις ή προκλήσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Pregonar a los cuatro vientos
(Να προκηρύσσεις σε όλο τον κόσμο.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι ανακοινώνεται ή διαδίδεται ευρέως.
Pregonar entre las sombras
(Να διακηρύσσεις μεταξύ των σκιών.)
Δείχνει τη σημασία της διακίνησης πληροφοριών σε λιγότερο δημόσιους χώρους.
No pregonar antes de tiempo
(Μην διακηρύσσεις πριν από την ώρα.)
Αυτή η φράση σημαίνει ότι δεν πρέπει να αποκαλύπτετε κάτι πριν είναι έτοιμο.
Η λέξη "pregonar" προέρχεται από το Λατινικό "praeconare", το οποίο σημαίνει «να προαναγγέλλω».
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη άποψη για την λέξη "pregonar" στο ισπανικό γλωσσικό και πολιτισμικό περιβάλλον.