preguntar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

preguntar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λειτουργία του Λόγου

Μετοχή: [preɣun'tar]

Σημασίες και Χρήσεις

Το ρήμα "preguntar" στα ισπανικά σημαίνει να ρωτήσεις ή να ζητήσεις πληροφορίες. Χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στην γραπτή γλώσσα, και είναι πολύ συχνό στον ισπανικό λόγο.

Χρόνοι ρημάτων (όταν είναι εφαρμόσιμο)

Παραδείγματα

  1. ¿Puedo preguntarte algo? (Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;)
  2. Ella le preguntó por la dirección. (Αυτή ρώτησε για τη διεύθυνση.)
  3. Los periodistas están preguntando sobre el evento. (Οι δημοσιογράφοι ρωτούν για το συμβάν.)

Κοινές Κυριαρχίες

Το "preguntar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα:

  1. Pedir explicaciones: Να απαιτείται ή να ζητείται να δοθούν εξηγήσεις σχετικά με κάτι.
  2. No puedo creer lo que me dijo, le voy a pedir explicaciones. (Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που μου είπε, θα ζητήσω εξηγήσεις.)
  3. Preguntar por alguien o algo: Να ρωτάς για την κατάσταση ή την τύχη κάποιου ή κάτι συγκεκριμένου.
  4. Fui a la oficina y pregunté por ti, pero te habían dado el día libre. (Πήγα στο γραφείο και σε ρώτησα, αλλά είχαν δώσει την άδεια σου.)

Ετυμολογία

Το ρήμα "preguntar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "percontare", που σημαίνει να ρωτήσεις.

Συνώνυμα και Ανώνυμα

Συνώνυμα: interrogar, inquirir, cuestionar
Ανώνυμα: responder, ignorar, callar