Η λέξη "prejuicio" είναι ουσιαστικό.
/ˈpre.xwi.θjo/ (στην ισπανική προφορά)
Η λέξη "prejuicio" αναφέρεται σε μια αρνητική ή λανθασμένη γνώμη ή κρίση για κάποιο άτομο ή μια κατάσταση, που συνήθως δημιουργείται χωρίς επαρκή στοιχεία ή πείρα. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των κοινωνικών επιστημών, του δικαίου και στη φιλοσοφία. Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς - προφορικό και γραπτό.
El prejuicio contra las personas de diferentes culturas es un problema social.
(Η προκατάληψη κατά των ατόμων από διαφορετικούς πολιτισμούς είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα.)
Es importante combatir el prejuicio con educación y diálogo.
(Είναι σημαντικό να πολεμούμε την προκατάληψη με εκπαίδευση και διάλογο.)
A veces, el prejuicio puede llevar a decisiones injustas.
(Καμιά φορά, η προκατάληψη μπορεί να οδηγήσει σε άδικες αποφάσεις.)
Η λέξη "prejuicio" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Sin prejuicios."
(Χωρίς προκαταλήψεις.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ανοιχτή ή αμερόληπτη στάση.
"Deshacerse de los prejuicios."
(Να απαλλαγείς από τις προκαταλήψεις.)
Σημαίνει να αποδεχτείς τις διαφορές και να σταματήσεις να κρίνεις τους άλλους.
"Prejuicio racial."
(Ρατσιστική προκατάληψη.)
Αναφέρεται σε προκαταλήψεις βασισμένες σε φυλετικά χαρακτηριστικά.
"Actuar con prejuicio."
(Να ενεργείς με προκατάληψη.)
Σημαίνει να προχωράς σε κρίσεις ή πράξεις που βασίζονται σε προκαταλήψεις.
"Prejuicio de género."
(Φυλετική προκατάληψη.)
Αναφέρεται σε προκαταλήψεις που σχετίζονται με το φύλο κάποιου.
Η λέξη "prejuicio" προέρχεται από το λατινικό "praeiudicium," που σημαίνει "προκαταβολική κρίση" ή "προκατεστημένη άποψη", από το "prae-" (πριν) και "judicium" (κρίση).