Ρήμα / ουσιαστικό
[pre.laˈβa.ðo]
Η λέξη "prelavado" αναφέρεται στη διαδικασία του προπλυσίματος, ιδίως στην καθαριότητα και την προετοιμασία ενός αντικειμένου (όπως ρούχα ή επιφάνειες) πριν από την κύρια διαδικασία πλυσίματος. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της οικιακής εργασίας και της βιομηχανίας καθαρισμού. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο όταν μιλάμε για την κίνηση προς καθαρισμό ή την επεξεργασία ειδών.
Antes de lavar las sábanas, es recomendable hacer un prelavado para eliminar las manchas.
(Πριν πλύνετε τα σεντόνια, είναι προτιμότερο να κάνετε ένα προπλύσιμο για να αφαιρέσετε τους λεκέδες.)
En la industria textil, el prelavado es crucial para mantener la calidad de las telas.
(Στη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας, το προπλύσιμο είναι κρίσιμο για την διατήρηση της ποιότητας των υφασμάτων.)
Η λέξη "prelavado" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να την περιλαμβάνουν. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που σχετίζονται με τις διαδικασίες καθαρισμού και προετοιμασίας.
Realizar un prelavado adecuado puede facilitar el lavado posterior.
(Η σωστή εκτέλεση ενός προπλυσίματος μπορεί να διευκολύνει το μετέπειτα πλύσιμο.)
El prelavado es un paso esencial para mantener la ropa en buen estado.
(Το προπλίσιμο είναι ένα ουσιώδες βήμα για τη διατήρηση των ρούχων σε καλή κατάσταση.)
Η λέξη "prelavado" προέρχεται από την σύνθεση της πρόθεσης "pre-" (πριν) και του ρήματος "lavar" (να πλύνω), υποδεικνύοντας μια διαδικασία που προηγείται της βασικής πλύσης.
Συνώνυμα: - Preliminar (προκαταρκτικός) - Limpieza previa (προηγούμενος καθαρισμός)
Αντώνυμα: - Lavado (πλύσιμο) - Suciedad (βρωμιά)