Preliminar είναι επίθετο.
[pre.li.miˈnaɾ]
Η λέξη preliminar χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε διαδικασίες, έργα ή έγγραφα που είναι προοίμιο ή προετοιμασία για κάτι πιο σημαντικό ή καθοριστικό. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως ο νομικός τομέας (π.χ. preliminar del caso - προκαταρκτική του υποθέσεως), η ιατρική (π.χ. preliminares de un examen médico - προκαταρκτικές εξετάσεις), καθώς και σε επιστημονικές ή τεχνικές διαδικασίες.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν θετικές τάσεις.
La reunión preliminar se llevará a cabo el próximo lunes.
Η λέξη preliminar χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει κάτι που προϋποθέτει ή προηγείται ενός άλλου βήματος.
Η παρουσίαση ενός προκαταρκτικού επ/report είναι ουσιώδης για την πρόοδο του έργου.
Los preliminares de la negociación nos ayudaron a aclarar nuestras posiciones.
Οι προκαταρκτικές διαδικασίες της διαπραγμάτευσης μας βοήθησαν να διευκρινίσουμε τις θέσεις μας.
Es importante realizar buenos preliminares antes de tomar una decisión final.
Η λέξη preliminar προέρχεται από τη λατινική λέξη "prae" (προ) και "liminare" (να μετακινηθεί προς το όριο, να ανακοινώσει), υποδεικνύοντας κάτι που προηγείται ή προετοιμάζεται.
Συνώνυμα: - preliminar - προκαταρκτικός - προπαρασκευαστικός
Αντώνυμα: - definitivo - τελικό - αποφασιστικό