Το "prematuro" είναι επίθετο.
/pɾemaˈtuɾo/
Η λέξη "prematuro" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει νωρίτερα από το κανονικό ή είναι ανώριμο. Στον ιατρικό τομέα, συχνά αναφέρεται σε πρόωρους τοκετούς ή πρόωρες γεννήσεις. Στον νομικό τομέα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει πράξεις ή αποφάσεις που λαμβάνονται πριν από την κατάλληλη στιγμή. Συνήθως, χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή και σε γραπτά κείμενα.
El niño nació de manera prematura.
(Το παιδί γεννήθηκε με πρόωρο τρόπο.)
Tomar decisiones prematuras puede llevar a errores.
(Η λήψη πρόωρων αποφάσεων μπορεί να οδηγήσει σε λάθη.)
Η λέξη "prematuro" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Juicio prematuro.
(Πρόωρη κρίση.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κρίσεις ή αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς πλήρη γνώση των γεγονότων.
Reacción prematura.
(Πρόωρη αντίδραση.)
Αναφέρεται σε αντιδράσεις που γίνονται πριν από την κατάλληλη στιγμή ή χωρίς επαρκές σκεπτικό.
Conclusiones prematuras.
(Πρόωρες συμπεράσματα.)
Χρησιμοποιείται όταν προκύπτουν συμπεράσματα πριν από τη σωστή ανάλυση των στοιχείων.
Análisis prematuro.
(Πρόωρη ανάλυση.)
Αναφέρεται στην ανάλυση που γίνεται πριν από την πλήρη εξέταση των δεδομένων ή στοιχείων.
Η λέξη "prematuro" προέρχεται από το λατινικό "praematurus", όπου "prae-" σημαίνει "πριν" και "maturus" σημαίνει "ώριμος".