Η λέξη "premeditado" είναι επίθετο.
/ˌpɾe.me.ðiˈta.ðo/
Η λέξη "premeditado" σημαίνει κάτι που έχει προγραμματιστεί ή σχεδιαστεί εκ των προτέρων, συχνά χρησιμοποιούμενη στο νομικό πλαίσιο για να αναφέρεται σε εγκλήματα που έχουν προγραμματιστεί πριν από την εκτέλεση τους. Η χρήση της στην ισπανική γλώσσα είναι πιο συχνή σε επίσημα ή νομικά κείμενα παρά στη καθημερινή ομιλία.
El crimen fue catalogado como premeditado por la Fiscalía.
(Το έγκλημα καταχωρήθηκε ως προμελετημένο από την Εισαγγελία.)
La defensa argumentó que no hubo un plan premeditado.
(Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι δεν υπήρχε προμελετημένο σχέδιο.)
Η λέξη "premeditado" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της προμελέτης:
Un asesinato premeditado es más grave que uno en el calor del momento. (Ένα προμελετημένο φόνο είναι πιο σοβαρό από ένα που έγινε στη θερμότητα της στιγμής.)
La justicia castiga severamente a los crímenes premeditados. (Η δικαιοσύνη τιμωρεί αυστηρά τα προμελετημένα εγκλήματα.)
La planificación premeditada de un delito es un agravante en el juicio. (Η προμελετημένη σχεδίαση ενός εγκλήματος είναι επιβαρυντικός παράγοντας στη δίκη.)
Η λέξη "premeditado" προέρχεται από το λατινικό "prae-" (προ) και "meditare" (σκεφτόμαι, μελετώ), που σημαίνει "να σκεφτείς εκ των προτέρων".
Συνώνυμα:
- planeado (σχεδιασμένο)
- intencionado (σκοπίμως)
Αντώνυμα:
- improvisado (αυθόρμητο)
- accidental (τυχαίο)