Το "prendar" είναι ρήμα.
/ˈpɾendaɾ/
Η λέξη "prendar" χρησιμοποιείται κυρίως στο νομικό πλαίσιο και αναφέρεται στην πράξη της σύλληψης ή της κατάσχεσης αντικειμένων, συνήθως για νομικούς λόγους. Στη γενική χρήση, μπορεί να αναφέρεται και στην αίσθηση ότι κάποιος ή κάτι κατέχει την προσοχή ή την εμπιστοσύνη μας.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση στον γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά κείμενα ή σε έγγραφα που σχετίζονται με το δίκαιο.
Οι αρχές αποφάσισαν να κατασχέσουν τα περιουσιακά στοιχεία του υπόπτου.
No se puede prendar la libertad de una persona sin una orden judicial.
Δεν μπορείς να συλλάβεις την ελευθερία ενός ατόμου χωρίς ένταλμα δικαστηρίου.
La policía tiene la autoridad para prendar cualquier propiedad involucrada en un delito.
Η λέξη "prendar" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα νομικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Ο δικηγόρος κατάφερε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον πελάτη του κατά τη διάρκεια της δίκης.
Prendar el interés
Η λέξη "prendar" προέρχεται από το λατινικό "prendĕre", που σημαίνει να συλλάβεις ή να κρατήσεις κάτι. Με την πάροδο του χρόνου, η λέξη εξελίχθηκε στη σημερινή της μορφή.
Συνώνυμα: - Aprehender (να συλλάβει) - Capturar (να αιχμαλωτίσει)
Αντώνυμα: - Liberar (να απελευθερώσει) - Soltar (να αφήσει ελεύθερο)