Η λέξη "prensa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈpɾensa/
Η λέξη "prensa" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα στις εφημερίδες και τα περιοδικά, αλλά και γενικά στα μέσα που διανέμουν ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα των ειδήσεων και έχει υψηλή συχνότητα χρήσης και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Η τοπική τύπος κάλυψε το γεγονός με μεγάλη λεπτομέρεια.
Es importante leer la prensa para mantenerse informado.
Είναι σημαντικό να διαβάζεις τον τύπο για να παραμένεις ενημερωμένος.
La prensa internacional asistió a la conferencia sobre el cambio climático.
Η λέξη "prensa" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ενημέρωση και τη δημοσιογραφία:
Η ροζ τύπος ασχολείται κυρίως με σκανδαλώδη νέα για διάσημους.
Darle prensa a algo
Es hora de darle prensa a este problema antes que crezca.
Prensa amarilla
La prensa amarilla no siempre es fiable.
Prensa metropolitana
La prensa metropolitana tiene un gran impacto en la opinión pública.
Prensa independiente
Η λέξη "prensa" προέρχεται από το λατινικό "preśsa", το οποίο σημαίνει "πιέζω" ή "σφίγγω", αναφερόμενη στη διαδικασία εκτύπωσης.
Συνώνυμα: - Medios (μέσα) - Publicación (δημοσίευση)
Αντώνυμα: - Censura (λογοκρισία) - Silencio (σιωπή)