preparativo: ουσιαστικό (masculino)
/ppɾe.pa.ɾiˈti.βo/
Η λέξη preparativo αναφέρεται σε ενέργειες ή διαδικασίες που σχετίζονται με την προετοιμασία για κάτι, είτε αυτό είναι ένα γεγονός, μια εκδήλωση ή οποιοδήποτε άλλο είδος δραστηριότητας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Los preparativos para la fiesta comenzaron hace semanas.
(Οι προετοιμασίες για το πάρτι άρχισαν πριν από εβδομάδες.)
Necesitamos hacer varios preparativos antes de la reunión.
(Πρέπει να κάνουμε διάφορες ετοιμασίες πριν από τη συνάντηση.)
Η λέξη preparativo χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με προετοιμασίες και οργάνωση.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι απασχολημένος με την οργάνωση ή την προετοιμασία κάτι.
Hacer los preparativos de última hora.
(Κάνω τις τελευταίες ετοιμασίες.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε προετοιμασίες που γίνονται βεβιασμένα λίγο πριν από ένα γεγονός.
Preparativo de un proyecto.
(Προετοιμασία ενός έργου.)
Χρησιμοποιείται συχνά στο επιχειρηματικό ή ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Cada preparativo cuenta.
(Κάθε ετοιμασία μετράει.)
Αναφέρεται στη σημασία κάθε λεπτομέρειας στην προετοιμασία για κάτι.
No hay preparativos innecesarios.
(Δεν υπάρχουν περιττές προετοιμασίες.)
Η λέξη preparativo προέρχεται από το ρήμα "preparar", το οποίο σημαίνει "προετοιμάζω", με την προσθήκη της κατάληξης «-tivo», η οποία δηλώνει σχέση ή συσχέτιση με το ρήμα.
Συνώνυμα: - preparación (προετοιμασία) - disposición (διάθεση)
Αντώνυμα: - desorganización (αναρχία) - improvisación (αυτοσχεδιασμός)