prepotente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

prepotente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Prepotente είναι ένα επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "prepotente" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /pɾe.poˈten.te/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη prepotente αναφέρεται σε κάποιον που έχει την τάση να ασκεί εξουσία ή να είναι κυρίαρχος, συχνά με αυταρχικό και επιβλητικό τρόπο. Υποδηλώνει υπεροχή ή δύναμη σε μια κατάσταση ή σχέση, και συνήθως έχει αρνητική χροιά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γλωσσικά, κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε κείμενα που αναφέρονται σε κοινωνικές σχέσεις και εξουσία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Su actitud prepotente hizo que muchos compañeros se sintieran incómodos.
  2. Η υπεροπτική του στάση έκανε πολλούς συναδέλφους να νιώθουν άβολα.

  3. El jefe es muy prepotente y nunca escucha las opiniones de su equipo.

  4. Ο διευθυντής είναι πολύ αυταρχικός και ποτέ δεν ακούει τις απόψεις της ομάδας του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη prepotente χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Comportarse de manera prepotente:
  2. Se comportó de manera prepotente en la reunión.
  3. Συμπεριφέρθηκε με αυταρχικό τρόπο στη συνάντηση.

  4. Una persona prepotente:

  5. No me gustan las personas prepotentes que no respetan a los demás.
  6. Δεν μου αρέσουν οι υπερφίαλοι άνθρωποι που δεν σέβονται τους άλλους.

  7. Actitudes prepotentes:

  8. Sus actitudes prepotentes le han ganado muchos enemigos.
  9. Οι υπερφίαλες στάσεις του του έχουν κερδίσει πολλούς εχθρούς.

  10. Dejar atrás la prepotencia:

  11. Es importante dejar atrás la prepotencia y aprender a colaborar.
  12. Είναι σημαντικό να αφήσουμε πίσω την υπεροψία και να μάθουμε να συνεργαζόμαστε.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "praepotens," που σημαίνει “πολύ ισχυρός” ή “υπερδύναμος," από τις ρίζες "prae-" (προ-) και "potens" (ισχυρός).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Dominante - Autoritario - Despótico

Αντώνυμα: - Humilde (ταπεινός) - Modesto (μετριόφρων) - Respetuoso (σεβαστικός)



23-07-2024