presagio: ουσιαστικό
[pre'sa.xi.o]
Η λέξη presagio χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα γεγονός ή ένα σημάδι που προδικάζει ή προμηνύει μια μελλοντική κατάσταση, συνήθως κάτι κακό. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη "presagio" χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, χωρίς να υπάρχει μια σαφής προτίμηση. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί μια ελαφριά αυξημένη χρήση σε λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα.
El cambio en el clima fue un presagio de la tormenta que se acercaba.
(Η αλλαγή στο κλίμα ήταν ένα προαίσθημα της καταιγίδας που πλησίαζε.)
Los antiguos creían que los sueños eran un presagio de lo que iba a suceder.
(Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τα όνειρα ήταν οιωνός για το τι θα συνέβαινε.)
Encontraron un ave negra, que consideraron un presagio de mala suerte.
(Βρήκαν ένα μαύρο πουλί, το οποίο θεώρησαν οιωνό κακής τύχης.)
Η λέξη presagio χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
"No es un presagio bueno"
(Δεν είναι ένα καλό προαίσθημα.)
"Su actitud era un presagio de lo que vendría"
(Η στάση του ήταν προμήνυμα για ό,τι θα ερχόταν.)
"Las señales eran claras, un presagio de desastre"
(Τα σημάδια ήταν σαφή, ένα προαίσθημα καταστροφής.)
"Los ruidos en la casa me dieron un presagio de peligro"
(Οι ήχοι στο σπίτι μου έδωσαν ένα προαίσθημα κινδύνου.)
"El eclipse fue considerado un presagio por los antiguos"
(Η έκλειψη θεωρούνταν προμήνυμα από τους αρχαίους.)
Η λέξη presagio προέρχεται από το λατινικό "praesagium", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "prae-" που σημαίνει "πριν" και το ρήμα "sagire", που σημαίνει "να αισθάνομαι". Έτσι, η ετυμολογία υποδηλώνει ένα γεγονός που «αισθάνεται» ή «προβλέπει» κάτι πριν συμβεί.
Συνώνυμα: - Augurio (οιωνός) - Prognóstico (πρόγνωση) - Presentimiento (προαίσθημα)
Αντώνυμα: - Desconocimiento (άγνοια) - Ignorancia (άγνοια)