Prescindir είναι ρήμα (verbo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "prescindir" είναι [pɾesinˈdiɾ].
Η λέξη "prescindir" σημαίνει να παραλείπεις ή να αποφεύγεις κάτι ή κάποιον, να μην υπολογίζεις, ή να απομακρύνεις κάτι που θεωρείς περιττό. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την απόφαση να μην συμπεριλάβεις κάτι ή κάποιον σε μια συγκεκριμένη διαδικασία ή κατάσταση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρουσιαστεί πιο συχνά σε επίσημα ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Αποφάσισα να παραλείψω αυτές τις πληροφορίες από την αναφορά.
Si puedes prescindir de la ayuda, será mejor.
Αν μπορείς να αποφεύγεις τη βοήθεια, θα είναι καλύτερα.
El comité decidió prescindir de algunos miembros.
Η λέξη "prescindir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα, κυρίως για να εκφράσει την ιδέα του να αφήνεις κάτι πίσω ή να αποφεύγεις την εξάρτηση. Παρακάτω παρατίθενται μερικές παραδείγματα:
Δεν μπορείς να παραλείψεις την εμπειρία.
Es mejor prescindir de aquellos que no aportan nada.
Είναι καλύτερα να αποφεύγεις εκείνους που δεν προσφέρουν τίποτα.
Prescindir de los lujos puede ayudar a ahorrar.
Η αποχή από τις πολυτέλειες μπορεί να βοηθήσει στην αποταμίευση.
A veces es necesario prescindir de lo superfluo.
Μερικές φορές είναι απαραίτητο να παραλείψεις το περιττό.
Para avanzar, tenemos que prescindir de viejas creencias.
Η λέξη "prescindir" προέρχεται από το λατινικό "praescindere", που σημαίνει "να κόβεις μπροστά", όπου "prae" σημαίνει "προ" και "scindere" σημαίνει "κόβω".
Συνώνυμα: - excluir - omitir - desestimar
Αντώνυμα: - incluir - aceptar - contar con