Το "prescribir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "prescribir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /pɾes.kɾiˈβiɾ/.
Η λέξη "prescribir" χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό και νομικό τομέα. Στον ιατρικό τομέα, αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία ένας γιατρός συνταγογραφεί ένα φάρμακο ή μια θεραπεία. Στον νομικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία μια νομική απαίτηση ή ποινικό αδίκημα "παραγράφεται" μετά από έναν ορισμένο χρόνο.
Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και σε νομικά κείμενα η χρήση του είναι πιο συχνή.
El médico decidió prescribir un nuevo medicamento para el paciente.
(Ο γιατρός αποφάσισε να συνταγογραφήσει ένα νέο φάρμακο για τον ασθενή.)
La ley prescribe el derecho a reclamar después de cinco años.
(Ο νόμος παραγράφει το δικαίωμα ζητήματος μετά από πέντε χρόνια.)
Η λέξη "prescribir" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Es importante prescribir el medicamento adecuado para la enfermedad.
(Είναι σημαντικό να συνταγογραφηθεί το κατάλληλο φάρμακο για την ασθένεια.)
Prescribir la ley
(Προσδιορίζω τη νομοθεσία)
La nueva norma prescribe las condiciones para obtener el permiso.
(Ο νέος κανονισμός προσδιορίζει τις προϋποθέσεις για την απόκτηση της άδειας.)
Prescribir derechos
(Προσδιορίζω δικαιώματα)
Η λέξη "prescribir" προέρχεται από το λατινικό "praescribere", το οποίο σημαίνει "να γράφεις ή να δηλώνεις προτού" (προ = πριν, scribere = γράφω).