Η λέξη "presencial" είναι επίθετο.
/pɾe̞sen̪ˈθjal/
Η λέξη "presencial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται με φυσική παρουσία, δηλαδή όχι εξ αποστάσεως ή διαδικτυακά. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε εκπαιδευτικά και νομικά πλαίσια, ειδικά κατά την περιγραφή μαθημάτων ή συνεδριάσεων που απαιτούν φυσική παρουσία των συμμετεχόντων. Η χρήση της είναι συχνή και στους δύο τομείς (προφορικός και γραπτός λόγος).
Η συνάντηση θα είναι δια ζώσης στην αίθουσα συνεδρίων.
Los cursos presenciales ofrecen una mejor interacción entre los estudiantes y el profesor.
Δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν την "presencial", αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
Η δια ζώσης εκπαίδευση είναι θεμελιώδης στην μάθηση.
Prefiero reuniones presenciales para una mejor comunicación.
Προτιμώ τις δια ζώσης συναντήσεις για καλύτερη επικοινωνία.
El evento se llevará a cabo de manera presencial y virtual.
Το γεγονός θα πραγματοποιηθεί δια ζώσης και διαδικτυακά.
La evaluación presencial es más justa que la virtual.
Η λέξη "presencial" προέρχεται από το λατινικό "praesentialis", το οποίο σημαίνει "παρών".
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "presencial", αποτυπώνοντας την σημασία και την χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.