presencial - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

presencial (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "presencial" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/pɾe̞sen̪ˈθjal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "presencial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται με φυσική παρουσία, δηλαδή όχι εξ αποστάσεως ή διαδικτυακά. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε εκπαιδευτικά και νομικά πλαίσια, ειδικά κατά την περιγραφή μαθημάτων ή συνεδριάσεων που απαιτούν φυσική παρουσία των συμμετεχόντων. Η χρήση της είναι συχνή και στους δύο τομείς (προφορικός και γραπτός λόγος).

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La reunión será presencial en la sala de conferencias.
  2. Η συνάντηση θα είναι δια ζώσης στην αίθουσα συνεδρίων.

  3. Los cursos presenciales ofrecen una mejor interacción entre los estudiantes y el profesor.

  4. Τα δια ζώσης μαθήματα προσφέρουν καλύτερη αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών και του καθηγητή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν την "presencial", αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα:

  1. La educación presencial es fundamental en el aprendizaje.
  2. Η δια ζώσης εκπαίδευση είναι θεμελιώδης στην μάθηση.

  3. Prefiero reuniones presenciales para una mejor comunicación.

  4. Προτιμώ τις δια ζώσης συναντήσεις για καλύτερη επικοινωνία.

  5. El evento se llevará a cabo de manera presencial y virtual.

  6. Το γεγονός θα πραγματοποιηθεί δια ζώσης και διαδικτυακά.

  7. La evaluación presencial es más justa que la virtual.

  8. Η δια ζώσης αξιολόγηση είναι πιο δίκαιη από την διαδικτυακή.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "presencial" προέρχεται από το λατινικό "praesentialis", το οποίο σημαίνει "παρών".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "presencial", αποτυπώνοντας την σημασία και την χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.



23-07-2024