Η λέξη "presentador" αναφέρεται σε άτομο που παρουσιάζει μια εκπομπή, εκδήλωση ή πρόγραμμα. Χρησιμοποιείται συχνά σε τηλεοπτικά ή ραδιοφωνικά προγράμματα, σε συνέδρια και άλλες δημόσιες εκδηλώσεις. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και ίσως έχει ελαφρώς μεγαλύτερη δημοτικότητα στον προφορικό λόγο λόγω του περιβάλλοντος των μέσων ενημέρωσης.
(Ο παρουσιαστής της εκπομπής ήταν πολύ χαρισματικός.)
La presentadora dio una excelente introducción al evento.
Η λέξη "presentador" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει ταλέντο στην παρουσίαση, χωρίς να έχει ανάγκη εκπαίδευσης.
Presentador de noticias.
Αναφέρεται σε παρουσιαστές οι οποίοι μεταδίδουν ειδήσεις, συνήθως στην τηλεόραση.
Un buen presentador puede atraer la atención del público.
(Ένας καλός παρουσιαστής μπορεί να τραβήξει την προσοχή του κοινού.)
Trabajar como presentador en la televisión es un sueño para muchos.
Η λέξη "presentador" προέρχεται από το ρήμα "presentar", το οποίο σημαίνει "παρουσιάζω" και το οποίο έχει λατινικές ρίζες, προερχόμενο από το "praesentare".
moderador (κατά περιπτώσεις, αναφέρεται επίσης σε ρυθμιστή)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "presentador".