Η λέξη "presidir" σημαίνει να βρίσκεται κάποιος στην προεδρία ή να έχει την προεδρική εξουσία σε μια συνάντηση, μια συνεδρία, ή σε έναν οργανισμό. Χρησιμοποιείται σε επίσημα, νομικά και διοικητικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο υψηλή στο γραπτό κείμενο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε πολιτικές και διοικητικές συζητήσεις.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα προεδρεύσει στη συνεδρίαση.
Es importante que una persona imparcial presida el debate.
Είναι σημαντικό να προεδρεύσει μια αμερόληπτη προσωπικότητα στη συζήτηση.
La junta decidió que el director presidirá la próxima asamblea.
Η λέξη "presidir" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις και ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Προεδρεύω σε μια στρογγυλή τράπεζα (συζήτηση).
Presidir la sesión.
Προεδρεύω στη συνεδρία.
Presidir con autoridad.
Προεδρεύω με εξουσία.
Es necesario presidir con firmeza.
Είναι αναγκαίο να προεδρεύω με αυστηρότητα.
Nunca es fácil presidir un comité.
Η λέξη "presidir" προέρχεται από την λατινική λέξη "praesidēre", που σημαίνει "να καθίσω μπροστά", συνδυάζοντας τις ρίζες "prae-" (μπροστά) και "sedere" (κάθισμα ή κάθομαι).
Η λέξη "presidir" διατηρεί σημαντικό ρόλο σε νομικά και πολιτικά συμφραζόμενα στην ισπανική γλώσσα, και συχνά απαντάται σε επίσημες και επί καθημερινές συζητήσεις.