prestamista - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

prestamista (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη prestamista είναι ουσιαστικό στον ενικό αριθμό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης prestamista με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pɾes.taˈmis.ta/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη prestamista μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - δανειστής - πιστωτής

Σημασία και Χρήση

Η λέξη prestamista αναφέρεται σε πρόσωπο ή οργανισμό που δανείζει χρήματα σε άλλους, συχνά με τόκο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των οικονομικών, αλλά μπορεί επίσης να έχει νομικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν αφορά σε συμβάσεις δανεισμού. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, αν και είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, όπως σε οικονομικές αναφορές και νομικά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El prestamista ofreció un interés bajo para el préstamo.
  2. Ο δανειστής προσέφερε χαμηλό επιτόκιο για το δάνειο.

  3. Es importante leer el contrato antes de aceptar condiciones del prestamista.

  4. Είναι σημαντικό να διαβάσετε το συμβόλαιο πριν αποδεχτείτε τους όρους του δανειστή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη prestamista δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με τον δανεισμό και τα οικονομικά.

  1. No hay que confiar ciegamente en un prestamista.
  2. Δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τυφλά έναν δανειστή.

  3. Un buen prestamista siempre verifica la solvencia del prestatario.

  4. Ένας καλός δανειστής πάντα ελέγχει τη φερεγγυότητα του δανειολήπτη.

  5. El prestamista debe cumplir con la legislación vigente.

  6. Ο δανειστής πρέπει να συμμορφώνεται με την ισχύουσα νομοθεσία.

Ετυμολογία

Η λέξη prestamista προέρχεται από το ρήμα prestar, που σημαίνει "να δανείζεις". Αυτή η ρίζα συνδυάζεται με το επίθημα -ista, που υποδηλώνει ένα άτομο που ασκεί μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή επάγγελμα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - financiero (χρηματοοικονομικός) - creditor (πιστωτής)

Αντώνυμα: - deudor (δανειολήπτης) - obrero (εργαζόμενος, σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)



23-07-2024