Η λέξη prestancia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι: /pɾesˈtansja/
Η λέξη prestancia αναφέρεται στην εντύπωση που προκαλεί κάποιος ή κάτι, κυρίως σε σχέση με την εμφάνιση, την αξιοπρέπεια ή την αίσθηση κύρους. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές ατόμων με σταθερή και εκλεπτυσμένη παρουσία. Το ρήμα μπορεί να εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένο σε λογοτεχνικά κείμενα ή πιο επίσημες συζητήσεις.
Η παρουσίασή του στην εκδήλωση εξέπληξε όλους.
La prestancia de la oradora cautivó al público.
Η λέξη prestancia χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε ορισμένες περιφράσεις που επικεντρώνονται στην εξαιρετική ή εντυπωσιακή παρουσία κάποιου. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που συνδυάζουν τη λέξη:
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μια φυσική παρουσία.
Su estilo y prestancia la hicieron destacar entre las demás.
Το στυλ και η αξιοπρέπειά της την έκαναν να ξεχωρίζει από τις άλλες.
Un líder debe tener prestancia para inspirar confianza.
Ένας ηγέτης πρέπει να έχει παρουσία για να εμπνέει εμπιστοσύνη.
La prestancia de la casa se refleja en su decoración.
Η λέξη prestancia προέρχεται από το λατινικό "praestantia", το οποίο σημαίνει "υπεροχή" ή "εξαιρετικότητα".