prestar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

prestar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Prestar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /presˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη prestar χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως για να δηλώσει την πράξη του δανεισμού ή της παροχής κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας σε κάποιον άλλο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Είναι επίσης αρκετά συχνή, χρησιμοποιούμενη και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με έμφαση σε καθημερινές καταστάσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a prestar mi libro a Juan.
    Θα δανείσω το βιβλίο μου στον Χουάν.

  2. Ella siempre presta ayuda a sus amigos.
    Αυτή πάντα παρέχει βοήθεια στους φίλους της.

  3. No puedo prestar mi coche, lo necesito mañana.
    Δεν μπορώ να δανείσω το αυτοκίνητό μου, το χρειάζομαι αύριο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη prestar χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανικά:

  1. Prestar atención
    Conviene prestar atención en clase.
    Είναι καλό να δίνεις προσοχή στην τάξη.

  2. Prestar oído
    Debes prestar oído a lo que dicen los expertos.
    Πρέπει να ακούσεις προσεκτικά αυτά που λένε οι ειδικοί.

  3. Prestar servicio
    La empresa presta servicio de atención al cliente 24 horas.
    Η εταιρεία παρέχει υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών 24 ώρες.

  4. Prestar apoyo
    Es importante prestar apoyo a quienes lo necesitan.
    Είναι σημαντικό να παρέχουμε υποστήριξη σε αυτούς που το χρειάζονται.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό praestare, το οποίο σημαίνει "παρέχω" ή "προσφέρω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - conceder (παρέχω) - ofrecer (προσφέρω)

Αντώνυμα: - retener (κρατώ) - negar (αρνούμαι)



22-07-2024