prestarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

prestarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "prestarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/pɾesˈtaɾse/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Το "prestarse" χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διάθεση κάποιου να αναλάβει μια υποχρέωση ή ευθύνη, ή να προσφέρει βοήθεια. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενο και στις δύο μορφές λόγου, αν και οι πιο ανεπίσημες και καθημερινές καταστάσεις το καθιστούν πιο κοινό στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ella se presta para ayudar a los demás.
    Αυτή προσφέρεται να βοηθήσει τους άλλους.

  2. No quiero prestarme a ese problema.
    Δεν θέλω να αναλάβω αυτό το πρόβλημα.

  3. Siempre se presta para hacer trabajos extra.
    Πάντοτε προσφέρεται να κάνει επιπλέον δουλειές.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "prestarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν την προθυμία ή την εθελοντική συμμετοχή.

Ιδιωματικές προτάσεις

  1. Él se presta a cualquier actividad que le propongan.
    Αυτός προσφέρεται για οποιαδήποτε δραστηριότητα του προτείνουν.

  2. No me gusta prestarme a ser el chivo expiatorio.
    Δεν μου αρέσει να προσφέρομαι ως αποδιοπομπαίος τράγος.

  3. A veces, hay que prestarse a nuevos retos para crecer.
    Μερικές φορές, πρέπει να προσφέρεσαι σε νέες προκλήσεις για να μεγαλώσεις.

  4. Siempre que hay un evento, ella se presta a organizarlo.
    Κάθε φορά που υπάρχει κάποιο γεγονός, αυτή προσφέρεται να το οργανώσει.

  5. Es importante prestarse a escuchar las opiniones de los demás.
    Είναι σημαντικό να προσφέρεσαι να ακούς τις απόψεις των άλλων.

Ετυμολογία

Η λέξη "prestarse" προέρχεται από το λατινικό "praestare", το οποίο σημαίνει "παρέχω" ή "προσφέρω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ofrecerse - disponerse - comprometerse

Αντώνυμα: - negarse - rehusar - desentenderse



23-07-2024