Prestatario είναι ουσιαστικό.
/ pres.ta.'ta.ɾjo /
Η λέξη prestatario αναφέρεται στο άτομο ή στην οντότητα που λαμβάνει ένα δάνειο ή ένα ποσό χρημάτων από έναν δανειστή (prestamista). Συνήθως χρησιμοποιείται σε οικονομικά ή νομικά κείμενα για να δηλώσει τον παραλήπτη των χρημάτων. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο σε σχέση με συμβάσεις, δανειακές συμφωνίες και σχετικές οικονομικές υπηρεσίες.
El prestatario deberá devolver el dinero en un plazo de cinco años.
(Ο δανειολήπτης θα πρέπει να επιστρέψει τα χρήματα μέσα σε πέντε χρόνια.)
Cada prestatario tiene derechos y obligaciones según el contrato.
(Κάθε δανειολήπτης έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις σύμφωνα με τη σύμβαση.)
El banco evaluó el riesgo del prestatario antes de otorgar el préstamo.
(Η τράπεζα αξιολόγησε τον κίνδυνο του δανειολήπτη πριν χορηγήσει το δάνειο.)
Η λέξη prestatario δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για τη δημιουργία σχετικών εκφράσεων. Ορισμένες παραδείγματα μπορεί να είναι:
Prestatario moroso
(Καθυστερημένος δανειολήπτης)
Η αναφορά σε έναν δανειολήπτη που δεν έχει πληρώσει τις δόσεις του δανείου του.
Prestatario responsable
(Υπεύθυνος δανειολήπτης)
Ο δανειολήπτης που τηρεί τις υποχρεώσεις του και πληρώνει εγκαίρως.
Prestatario y prestamista
(Δανειολήπτης και δανειστής)
Τα δύο μέρη που εμπλέκονται σε μια δανειακή συμφωνία.
Η λέξη prestatario προέρχεται από το ρήμα prestar, που σημαίνει "δανείζω", σε συνδυασμό με την κατάληξη -ario, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν άνθρωπο που εκτελεί μια ενέργεια.
Solicitante (αίτηση/ζητώντας)
Αντώνυμα: