Η λέξη "presteza" αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να ενεργεί γρήγορα και αποτελεσματικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ταχύτητα και την ευελιξία με την οποία κάποιος εκτελεί μία εργασία ή δραστηριότητα. Στη γλώσσα των Ισπανικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα περιβάλλοντα, όπως στην εκπαίδευση, στην εργασία, ή στη ζωή γενικά.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο.
Ella trabaja con mucha presteza.
(Αυτή εργάζεται με πολύ ταχύτητα.)
Necesitamos más presteza en el trabajo.
(Χρειαζόμαστε περισσότερη ευστροφία στη δουλειά.)
Su presteza para resolver problemas es admirable.
(Η ταχύτητά του για να λύσει προβλήματα είναι θαυμαστή.)
Η λέξη "presteza" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer algo con presteza
(Να κάνεις κάτι γρήγορα)
Ella hizo la tarea con presteza.
(Αυτή έκανε την εργασία γρήγορα.)
Presteza de espíritu
(Ταχύτητα πνεύματος)
Su presteza de espíritu le ayuda a resolver conflictos rápidamente.
(Η ταχύτητα πνεύματος του βοηθά να λύνει συγκρούσεις γρήγορα.)
Presteza en la acción
(Ταχύτητα στην δράση)
La presteza en la acción siempre es valorada en el equipo.
(Η ταχύτητα στην δράση πάντα εκτιμάται στην ομάδα.)
Η λέξη "presteza" προέρχεται από το λατινικό "praestitia", που σημαίνει "να είναι πρόθυμος" ή "να είναι γρήγορος".