Το "prestidigitador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "prestidigitador" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pɾes.ti.di.xi.taˈðoɾ/
"prestidigitador" στα Ελληνικά μπορεί να μεταφραστεί ως: - Μαagia - Ξεματιάστρα - Μάγος (σε σχέση με παραστάσεις ή ζωντανές επιδείξεις)
Η λέξη "prestidigitador" αναφέρεται σε κάποιον που εκτελεί μαγικά κόλπα, κυρίως περιστροφικές ή οπτικές απάτες, χρησιμοποιώντας τα χέρια του. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει μάγους που εκτελούν τρικ κατά τη διάρκεια παραστάσεων ή σε δημόσιες εκδηλώσεις. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερα στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να ακουστεί και σε συνομιλίες σχετικά με ψυχαγωγία.
El prestidigitatador sorprendió a todos con su actuación.
(Ο μάγος εξέπληξε όλους με την εμφάνισή του.)
Mi hermano quiere ser prestidigitador cuando crezca.
(Ο αδελφός μου θέλει να γίνει μάγος όταν μεγαλώσει.)
Asistimos a un espectáculo de prestidigitador en el teatro.
(Παρακολουθήσαμε μια παράσταση μάγου στο θέατρο.)
Στο ισπανικά, η λέξη "prestidigitador" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη μαγεία ή την απατηλή τέχνη:
No soy un prestidigitador, pero puedo hacer que tus problemas desaparezcan.
(Δεν είμαι μάγος, αλλά μπορώ να κάνω τα προβλήματά σου να εξαφανιστούν.)
A veces, la vida parece un truco de prestidigitador.
(Μερικές φορές, η ζωή φαίνεται σαν ένα κόλπο μάγου.)
El prestidigitador hizo que el dinero desapareciera en un abrir y cerrar de ojos.
(Ο μάγος έκανε το χρήμα να εξαφανιστεί μέσα σε μια στιγμή.)
Trabajar en publicidad es como ser un prestidigitador; siempre estás vendiendo ilusiones.
(Η εργασία στη διαφήμιση είναι σαν να είσαι μάγος; Πάντα πουλάς ψευδαισθήσεις.)
La habilidad del prestidigitador está en su rapidez de manos.
(Η ικανότητα του μάγου είναι στην ταχύτητα των χεριών του.)
Η λέξη "prestidigitador" προέρχεται από τα γαλλικά "prétidigitation", που συνδυάζει τις λέξεις "présti" (ταχυδεξία) και "digitus" (δάχτυλο), αναφερόμενη στη τέχνη της ταχύτητας και των δακτύλων στην εκτέλεση μαγικών τρικ.
Συνώνυμα: - Mago (μάγος) - Ilusionista (ψευδαισθησιολόγος)
Αντώνυμα: - Realista (ρεαλιστής) - Cético (σκεπτικιστής)