Ρήμα
/pɾesˈti.xio/
Η λέξη "prestigio" στα Ισπανικά αναφέρεται σε έναν υψηλό βαθμό σεβασμού ή εκτίμησης που απολαμβάνει ένα άτομο ή ο φορέας μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας ή οντότητας. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά ή κοινωνικά πλαίσια για να περιγράψει την εκτίμηση που έχει ένα άτομο λόγω των επιτευγμάτων, της θέσης ή της συμπεριφοράς του. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται και σε προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επίσημες ή κοινωνικές συζητήσεις.
Αυτός ο καλλιτέχνης απολαμβάνει πολύ κύρος στον κόσμο της μουσικής.
La universidad tiene prestigio a nivel nacional e internacional.
Το πανεπιστήμιο έχει κύρος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Con el tiempo, ha logrado construir un prestigio sólido en su carrera.
Muchos políticos intentan tener prestigio para ganar elecciones.
Perder prestigio: (Να χάσει το κύρος του)
Una mala decisión puede hacer que una figura pública pierda prestigio.
Ganar prestigio: (Να κερδίσει κύρος)
Η λέξη "prestigio" προέρχεται από τη λατινική λέξη "praestigium", που σημαίνει «απάτη» ή «μαγεία», και αναφέρεται σε μια αίσθηση θαυμασμού ή απλότητας που οδηγεί στην εκτίμηση και στον σεβασμό.
Συνώνυμα: - fama (φήμη) - renombre (αναγνωρισιμότητα) - reputación (φήμη, αναγνώριση)
Αντώνυμα: - desprestigio (αποϋπάρχον) - deshonra (ατιμία) - descalificación (αποδοκιμασία)