Η λέξη "prestigioso" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "prestigioso" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pɾes.tiˈxjoso/
Η λέξη "prestigioso" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - "prestigioso" - εξέχων - "prestigioso" - επιφανής - "prestigioso" - αξιοσέβαστος
Η λέξη "prestigioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει μεγάλη φήμη, κύρος ή σεβασμό. Συχνά χρησιμοποιείται για άτομα ή οργανισμούς με αναγνωρισμένη αξία ή σπουδαία επιτεύγματα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να ακούγεται σε προφορικό λόγο, ειδικά σε επίσημα ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
El doctor es un profesional prestigioso en su campo.
Ο γιατρός είναι ένας εξέχων επαγγελματίας στο πεδίο του.
La universidad tiene un programa prestigioso de ingeniería.
Το πανεπιστήμιο έχει ένα επιφανές πρόγραμμα μηχανικής.
Es un artista prestigioso que ha expuesto en galerías internacionales.
Είναι ένας αξιοσέβαστος καλλιτέχνης που έχει εκθέσει σε διεθνείς γκαλερί.
Η λέξη "prestigioso" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, δείχνοντας το κύρος ή την εκτίμηση κάποιου ή κάτι:
Ser una figura prestigiosa en la sociedad.
Να είσαι μια εξέχουσα προσωπικότητα στην κοινωνία.
Trabajar en una empresa prestigiosa es un gran logro.
Να εργάζεσαι σε μία επιχείρηση επιφανής είναι ένα μεγάλο επίτευγμα.
Aprovechar la opinión de un crítico prestigioso es valioso.
Η αξιοποίηση της γνώμης ενός αξιοσέβαστου κριτικού είναι πολύτιμη.
Estar asociado con organizaciones prestigiosas.
Να είσαι συνδεδεμένος με επιφανείς οργανισμούς.
Ser invitado a un evento prestigioso es un honor.
Να προσκληθείς σε μία εξέχουσα εκδήλωση είναι τιμή.
Η λέξη "prestigioso" προέρχεται από τη λατινική λέξη "prestigiosus", που σημαίνει "που προκαλεί θαυμασμό" ή "εντυπωσιακός". Συνδέεται με την έννοια του κύρους και της επιρροής.