Presumido είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "presumido" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /pɾe.suˈmi.ðo/.
Η λέξη "presumido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που έχουν μια υπερβολική εκτίμηση για τον εαυτό τους ή που επιδεικνύουν αλαζονεία. Συνήθως χρησιμοποιείται σε κοινωνικά ή καθημερινά πλαίσια, σε συζητήσεις που αφορούν τη διάθεση και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Είναι αρκετά κοινή και εμφανίζεται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
(Αυτός είναι πολύ αλαζόνας και πάντα μιλά για τα επιτεύγματά του.)
No me gusta estar con personas presumidas.
(Δεν μου αρέσει να είμαι με αλαζόνες ανθρώπους.)
Su actitud presumida le ha traído problemas en el trabajo.
Η λέξη "presumido" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, που εκφράζουν την αλαζονεία ή την περηφάνια ενός ατόμου:
Μην είσαι αλαζόνας.
"Esa chica es muy presumida, siempre se cree mejor que los demás."
Αυτή η κοπέλα είναι πολύ αλαζόνας, πάντα πιστεύει ότι είναι καλύτερη από τους άλλους.
"Es un error ser presumido en un grupo de trabajo."
Είναι λάθος να είσαι αλαζόνας σε μια ομάδα εργασίας.
"El presumido de mi amigo siempre necesita ser el centro de atención."
Η λέξη "presumido" προέρχεται από το ρήμα "presumir", το οποίο σημαίνει "να υποθέτεις", "να προβάλλεις" ή "να επιδεικνύεις". Το "presumido" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον που προβάλλει αυτή τη στάση.
Συνώνυμα: - Apretado (σφιχτός, στο πλαίσιο της αλαζονείας) - Vanidoso (ματαιόδοξος)
Αντώνυμα: - Humilde (ταπεινός) - Modesto (σεμνός)