presumir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

presumir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "presumir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ pɾe.sumˈiɾ /

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "presumir" σημαίνει να υποθέτεις κάτι χωρίς να έχεις αποδείξεις ή να δηλώνεις κάτι με περηφάνια ή αυτοπεποίθηση. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά έχει μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él suele presumir de su inteligencia en las reuniones.
    Αυτός συνήθως υποδεικνύει την ευφυΐα του στις συναντήσεις.

  2. No deberías presumir de lo que no posees.
    Δεν θα έπρεπε να δηλώνεις για ό,τι δεν διαθέτεις.

  3. Ella presumió que sería la mejor en la competencia.
    Αυτή υπέθεσε ότι θα ήταν η καλύτερη στον διαγωνισμό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "presumir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:

  1. Presumir a lo grande
    Να δηλώνεις με υπερβολικό τρόπο.
    Por ejemplo: Él siempre presume a lo grande de sus logros.
    Για παράδειγμα: Αυτός πάντα δηλώνει υπερβολικά για τα επιτεύγματά του.

  2. Presumir de algo
    Να καυχιέσαι για κάτι.
    Por ejemplo: Presumir de ser el mejor cantante del barrio no es muy humilde.
    Για παράδειγμα: Να καυχιέσαι ότι είσαι ο καλύτερος τραγουδιστής της γειτονιάς δεν είναι και πολύ ταπεινό.

  3. Presumir sin motivo
    Να καυχιέσαι χωρίς λόγο.
    Por ejemplo: No entiendo por qué presume sin motivo de su riqueza.
    Για παράδειγμα: Δεν καταλαβαίνω γιατί καυχάται χωρίς λόγο για τον πλούτο του.

Ετυμολογία

Η λέξη "presumir" προέρχεται από το λατινικό "praesumere", που σημαίνει "να υποθέτω, να προϋποθέτω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024