Το "presuntamente" είναι επίρρημα.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /pɾe.sunˈtamən̪te/.
Η λέξη "presuntamente" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που θεωρείται ή υποτίθεται ότι είναι αλήθεια, αλλά δεν έχει αποδειχθεί. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς του νόμου και της καθημερινής γλώσσας, επειδή αναφέρεται σε υποθέσεις ή εκτιμήσεις που βασίζονται σε ελλιπή ή μη αποδεικτικά στοιχεία. Είναι μια βολική λέξη για αβέβαιες καταστάσεις και χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά ή επίσημα κείμενα.
Προφανώς, ο κατηγορούμενος διέπραξε το έγκλημα.
Los documentos fueron presuntamente falsificados.
Τα έγγραφα υποτίθεται ότι ήταν πλαστά.
El testigo, presuntamente, vio todo lo que ocurrió.
Η λέξη "presuntamente" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τύπους προτάσεων που εκφράζουν αβεβαιότητα ή υποθέσεις.
Η υπόθεση έκλεισε, προφανώς λόγω έλλειψης στοιχείων.
Presuntamente, se ha visto una mejora en los resultados.
Προφανώς, έχει παρατηρηθεί βελτίωση στα αποτελέσματα.
El informe indicaba, presuntamente, que los costos aumentarían.
Η λέξη "presuntamente" προέρχεται από το επίθετο "presunto", το οποίο σημαίνει "υποτιθέμενος" ή "πιθανός", και σχηματίζεται με την προσθήκη της επίρριπτως καταληκτικής "-mente" που υποδηλώνει ότι πρόκειται για τρόπο ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Teóricamente (θεωρητικά) - Supuestamente (υποθετικά)
Αντώνυμα: - Indiscutiblemente (αδιαμφισβήτητο) - Categóricamente (κατηγορηματικά)
Με αυτόν τον τρόπο, η λέξη "presuntamente" γίνεται σαφής ως ένα σημαντικό εργαλείο για την έκφραση υποθέσεων και αβεβαιοτήτων κυρίως στο νομικό και γραπτό πλαίσιο.