presunto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

presunto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "presunto" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /pɾeˈsunto/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "presunto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που θεωρείται ή υποτίθεται ότι είναι αληθινό ή να ισχύει, χωρίς να έχει αποδειχθεί ή διερευνηθεί πλήρως. Χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα για να αναφερθεί σε άτομα που είναι κατηγορούμενα αλλά δεν έχουν ακόμα καταδικαστεί. Η χρήση της σε προφορικό και γραπτό λόγο είναι σχετικά ισοκατανεμημένη, αν και στον νομικό τομέα είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El presunto culpable fue llevado ante el juez.
  2. Ο υποτιθέμενος ένοχος οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστή.

  3. La investigación confirmó que el presunto fraude era un error administrativo.

  4. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι ο υποτιθέμενος απατεώνας ήταν ένα διοικητικό σφάλμα.

  5. Se le dio la oportunidad de defenderse como presunto inocente.

  6. Του δόθηκε η ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του ως υποτιθέμενος αθώος.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "presunto" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά, κυρίως στον νομικό τομέα.

  1. Presunto inocente
  2. Ερμηνεία: Ο υποτιθέμενος αθώος.
  3. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που θεωρείται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
  4. Πρόταση: El acusado se considerará presunto inocente hasta que se demuestre su culpabilidad.

    • Ο κατηγορούμενος θα θεωρείται υποτιθέμενος αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του.
  5. Presunto culpable

  6. Ερμηνεία: Ο υποτιθέμενος ένοχος.
  7. Αναφέρεται σε κάποιον που κατηγορείται χωρίς να έχει υπάρξει δικαστική απόφαση.
  8. Πρόταση: En este caso, el presunto culpable tiene derecho a un juicio justo.

    • Σε αυτή την περίπτωση, ο υποτιθέμενος ένοχος έχει το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη.
  9. Presunta víctima

  10. Ερμηνεία: Υποτιθέμενη θύμα.
  11. Αναφορά σε κάποιον που έχει καταγγελθεί ως θύμα χωρίς αποδείξεις.
  12. Πρόταση: La presunta víctima ha dicho que no recuerda detalles del incidente.
    • Η υποτιθέμενη θύμα έχει δηλώσει ότι δεν θυμάται λεπτομέρειες του περιστατικού.

Ετυμολογία

Η λέξη "presunto" προέρχεται από το λατινικό "praesumptus", που σημαίνει "να υποτίθεται".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - supuesto - imaginario

Αντώνυμα: - comprobado (επικυρωμένος) - real (πραγματικός)



22-07-2024