Η λέξη "presunto" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /pɾeˈsunto/
Η λέξη "presunto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που θεωρείται ή υποτίθεται ότι είναι αληθινό ή να ισχύει, χωρίς να έχει αποδειχθεί ή διερευνηθεί πλήρως. Χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα για να αναφερθεί σε άτομα που είναι κατηγορούμενα αλλά δεν έχουν ακόμα καταδικαστεί. Η χρήση της σε προφορικό και γραπτό λόγο είναι σχετικά ισοκατανεμημένη, αν και στον νομικό τομέα είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα.
Ο υποτιθέμενος ένοχος οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστή.
La investigación confirmó que el presunto fraude era un error administrativo.
Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι ο υποτιθέμενος απατεώνας ήταν ένα διοικητικό σφάλμα.
Se le dio la oportunidad de defenderse como presunto inocente.
Η λέξη "presunto" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά, κυρίως στον νομικό τομέα.
Πρόταση: El acusado se considerará presunto inocente hasta que se demuestre su culpabilidad.
Presunto culpable
Πρόταση: En este caso, el presunto culpable tiene derecho a un juicio justo.
Presunta víctima
Η λέξη "presunto" προέρχεται από το λατινικό "praesumptus", που σημαίνει "να υποτίθεται".
Συνώνυμα: - supuesto - imaginario
Αντώνυμα: - comprobado (επικυρωμένος) - real (πραγματικός)