Το "presuponer" είναι ρήμα.
/ pɾesu.poˈneɾ /
Η λέξη "presuponer" σημαίνει να υποθέτει κανείς κάτι ως δεδομένο ή να προϋποθέτει, χωρίς να υπάρχει άμεση απόδειξη. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές επικοινωνίες και νομικά κείμενα, αλλά εμφανίζεται επίσης και στον προφορικό λόγο. Έχει μια συχνή χρήση σε καθημερινές συνομιλίες και σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά πλαίσια.
No debemos presuponer que todos piensan igual.
(Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι όλοι σκέφτονται το ίδιο.)
Al presuponer su inocencia, el juez le otorgó libertad condicional.
(Υποθέτοντας την αθωότητά του, ο δικαστής του χορήγησε αναστολή στη φυλάκιση.)
Es un error presuponer que todos los hechos son conocidos.
(Είναι λάθος να υποθέτουμε ότι όλα τα γεγονότα είναι γνωστά.)
Η λέξη "presuponer" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Es un error presuponer sin saber lo que de verdad ocurrió.
(Είναι λάθος να υποθέτεις χωρίς να ξέρεις τι πραγματικά συνέβη.)
No hay que presuponer nada
(Δεν πρέπει να υποθέτουμε τίποτα)
En una discusión, no hay que presuponer nada antes de escuchar a ambas partes.
(Σε μια συζήτηση, δεν πρέπει να υποθέτουμε τίποτα πριν ακούσουμε και τις δύο πλευρές.)
Presuponer la respuesta
(Να υποθέτεις την απάντηση)
Η λέξη "presuponer" προέρχεται από το λατινικό "praesupponere", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "prae-" (προ) και το ρήμα "supponere" (υποθέτω).