presupuestar: ρήμα
[pɾesuβwesˈtaɾ]
Η λέξη "presupuestar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των οικονομικών και των επιχειρήσεων, και αναφέρεται στη διαδικασία της εκτίμησης και του υπολογισμού των αναγκών και των εξόδων για ένα συγκεκριμένο έργο ή δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται συχνά στο προφορικό και γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Es necesario presupuestar todos los gastos antes de iniciar el proyecto.
(Είναι απαραίτητο να προϋπολογίσουμε όλα τα έξοδα πριν ξεκινήσουμε το έργο.)
El departamento de finanzas se encarga de presupuestar los costes anuales.
(Το τμήμα οικονομικών είναι υπεύθυνο για τον προϋπολογισμό των ετήσιων εξόδων.)
Η λέξη "presupuestar" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές φράσεις, αλλά είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι χρησιμοποιείται μερικές φορές σε εκφράσεις που σχετίζονται με τον προγραμματισμό και τον οικονομικό σχεδιασμό. Ορισμένες σχετικές παραδείγματα είναι:
No podemos empezar sin presupuestar adecuadamente.
(Δεν μπορούμε να αρχίσουμε χωρίς να προϋπολογίσουμε σωστά.)
Siempre debéis presupuestar un margen para imprevistos.
(Πάντα πρέπει να προϋπολογίζετε ένα περιθώριο για απρόβλεπτα.)
Si no presupuestas bien, podrías tener problemas financieros.
(Αν δεν προϋπολογίσεις καλά, θα μπορούσες να έχεις οικονομικά προβλήματα.)
Η λέξη "presupuestar" προέρχεται από το ισπανικό "presupuesto", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "prae-suppositum", που σημαίνει "προϋποθέτω". Στη γλώσσα των οικονομικών, η λέξη "presupuesto" αναφέρεται σε έναν προϋπολογισμό, η οποία είναι μια βάση για το ρήμα “presupuestar”.
Συνώνυμα: - calcular (υπολογίζω) - estimar (εκτιμώ) - prever (προβλέπω)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - despreciar (υποτιμώ)
Αυτή η ανάλυση της λέξης “presupuestar” καταδεικνύει τη σημασία της στη γλώσσα των οικονομικών και την ανάγκη για σωστό προγραμματισμό και προϋπολογισμό σε επαγγελματικά πλαίσια.