Το "pretender" είναι ρήμα.
/pɾeˈtendeɾ/
Η λέξη "pretender" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως για να εκφράσει την επιθυμία ή την πρόθεση να καταφέρει κάτι ή να φαίνεται με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο καθώς περιγράφει συνήθεις και καθημερινές καταστάσεις.
Quiero pretender que soy más alto.
Θέλω να προσποιηθώ ότι είμαι ψηλότερος.
No solo pretender ser exitoso, sino trabajar duro para lograrlo.
Δεν αρκεί μόνο να επιδιώκω να είμαι επιτυχημένος, αλλά πρέπει να δουλέψω σκληρά για να το πετύχω.
Ella pretende que no le importa, pero en realidad sí.
Αυτή προσπαθεί να φανεί ότι δεν την ενδιαφέρει, αλλά στην πραγματικότητα την ενδιαφέρει.
Η λέξη "pretender" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, οι οποίες συνδέονται με την έννοια του να επιδιώκεις κάτι ή να προσπαθείς να φαίνεσαι διαφορετικός.
Είχε πάντα την τάση να προσπαθεί να υποδυθεί τον ήρωα, αλλά δεν είναι.
Pretender que no pasa nada
Να προσποιείσαι ότι τίποτα δεν συμβαίνει.
Μερικές φορές, είναι πιο εύκολο να προσποιείσαι ότι δεν συμβαίνει τίποτα παρά να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα.
Pretender tener una respuesta
Να προσπαθείς να έχεις μια απάντηση.
Δεν μπορείς να προσπαθείς να έχεις μια απάντηση για όλα.
Pretender en la vida
Να προσπαθείς να προσαρμοστείς σε διαφορετικές καταστάσεις.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "pretendere", που σημαίνει "να κατευθύνεις" ή "να δηλώνεις". Με την πάροδο του χρόνου, η σημασία της επεκτάθηκε περιλαμβάνοντας την έννοια της προσποίησης ή της επιδίωξης.