Το "pretextar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [pɾeˈtekstar]
Η λέξη "pretextar" σημαίνει να δίνεις ένα προφανές ή ψευδές κίνητρο για να δικαιολογήσεις μια πράξη ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει ότι κάποιος προσπαθεί να καλύψει την πραγματική του πρόθεση με έναν πρόσχημα.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: - Είναι συνήθως πιο διαδεδομένο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο. - Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια έως υψηλή, ανάλογα με το πλαίσιο.
"Αυτός πάντα προφασίζεται ότι είναι απασχολημένος για να μην βγει."
"Ella pretextó un problema de salud para cancelar la reunión."
Η λέξη "pretextar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Προφασίζομαι με μια δικαιολογία."
"No hay que pretextar, hay que actuar."
"Δεν χρειάζεται να προφασιζόμαστε, πρέπει να ενεργούμε."
"Siempre pretextamos la falta de tiempo."
"Πάντα προφασιζόμαστε την έλλειψη χρόνου."
"Pretextar para evitar responsabilidades."
Το "pretextar" προέρχεται από το λατινικό "praetextare", που σημαίνει "να καλύπτω" ή "να προσχηματίζω".
Συνώνυμα: - justificar (δικαιολογώ) - alegar (επικαλούμαι)
Αντώνυμα: - admitir (παραδέχομαι) - aceptar (αποδέχομαι)
Αυτές οι πληροφορίες αγγίζουν τις διάφορες πτυχές της λέξης "pretextar" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.