Η λέξη "pretexto" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /preˈteksto/.
Η λέξη "pretexto" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε έναν λόγο ή μια δικαιολογία που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει μια ενέργεια, πολλές φορές αυτή η δικαιολογία δεν είναι ειλικρινής. Στη γλώσσα των δικαστικών ή νομικών κειμένων, οι προφάσεις χρησιμοποιούνται συχνά για να υποδείξουν ότι κάποιος προσπαθεί να αποφύγει ευθύνες ή να διαστρεβλώσει την αλήθεια. Η συχνότητα χρήσης της είναι αυξημένη και μπορεί να βρεθεί και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αν και τείνει να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά μέσα.
No me convence su pretexto para no asistir a la reunión.
(Δεν με πείθει η δικαιολογία του για να μην παραστεί στη συνάντηση.)
El pretexto que dio para salir temprano no fue convincente.
(Η δικαιολογία που έδωσε για να φύγει νωρίς δεν ήταν πειστική.)
Utilizó un pretexto para evitar confrontar sus responsabilidades.
(Χρησιμοποίησε μια προφάση για να αποφύγει να αντιμετωπίσει τις ευθύνες του.)
Η λέξη "pretexto" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα, που υποδεικνύουν την κρυφή σημασία του:
"Bajo el pretexto" - Υπό το πρόσχημα
Ejemplo: Bajo el pretexto de ayudar, sólo causó más problemas.
(Υπό το πρόσχημα ότι βοηθά, προκάλεσε περισσότερα προβλήματα.)
"Uso de pretexto" - Χρήση προφάσεων
Ejemplo: Utilizó el uso de pretexto para salir de la conversación incómoda.
(Χρησιμοποίησε τη δικαιολογία για να φύγει από την δύσκολη συνομιλία.)
"Pretexto para actuar" - Δικαιολογία για δράση
Ejemplo: Su pretexto para actuar fue que necesitaba tiempo para pensar.
(Η δικαιολογία του για να δράσει ήταν ότι χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί.)
Η λέξη "pretexto" προέρχεται από τα λατινικά "praetextus", που σημαίνει "ό,τι έχει φορεθεί πριν από" ή "προβλεπόμενος". Στην αρχαία ρωμαϊκή νομική γλώσσα, αναφερόταν σε μια δικαιολογία ή αιτιολογία.