Prevenido είναι ένας επιθετικός τύπος (participio) του ρηματικού τύπου "prevenir", που σημαίνει "να προλαμβάνει" ή "να προειδοποιεί".
[pɾeβeniˈðo]
Η λέξη prevenido χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε εγρήγορση ή έχει προετοιμαστεί για πιθανές καταστάσεις ή κινδύνους. Η χρήση της είναι συχνή και στις δύο περιπτώσεις, γραπτές και προφορικές, αν και είναι πιο συχνά συνδεδεμένη με τον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων: - Ella siempre está prevenida para cualquier emergencia. - Αυτή είναι πάντα προετοιμασμένη για οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη.
Η λέξη prevenido χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες είναι ενδεικτικές της στάσης προετοιμασίας ή προσοχής.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων: - Con el pie izquierdo y prevenido, el día puede ser mejor de lo que parece. - Με το αριστερό πόδι και προετοιμασμένος, η μέρα μπορεί να είναι καλύτερη από ό,τι φαίνεται.
Κάποιες φορές, η ζωή σε εκπλήσσει ακόμα κι αν είσαι προετοιμασμένος.
Es fundamental estar prevenido ante situaciones inesperadas.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα prevenir, που προέρχεται από τα λατινικά praevenire (προέρχομαι μπροστά), το οποίο είναι σύνθετη λέξη από το prae (πριν) και venire (έρχομαι).
Συνώνυμα: - preparado - alerta - cauteloso
Αντώνυμα: - desprevenido - despreocupado - imprudente
Η λέξη prevenido εμπεριέχει μια αίσθηση προετοιμασίας και προσοχής, προτείνοντας την ανάγκη να παραμένει κανείς σε εγρήγορση για να αποφευχθούν δυσάρεστες εκπλήξεις.