Ρήμα.
/pɾeβeˈniɾ/
Η λέξη "prevenir" σημαίνει τη δράση της αποφυγής ενός προβλήματος ή κινδύνου πριν αυτό συμβεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά, νομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτό αλλά και προφορικό λόγο, με λίγο μεγαλύτερη συνάφεια στο γραπτό λόγω της επιστημονικής και νομικής του φύσης.
Es importante prevenir enfermedades a través de la vacunación.
(Είναι σημαντικό να προλαμβάνουμε ασθένειες μέσω του εμβολιασμού.)
Los expertos están trabajando para prevenir accidentes laborales.
(Οι ειδικοί εργάζονται για να αποτρέψουν τα εργατικά ατυχήματα.)
Η λέξη "prevenir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την έννοια της προφύλαξης ή της αποφυγής.
Prevenir es mejor que curar.
(Η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία.)
Hay que prevenir problemas antes de que surjan.
(Πρέπει να προλαμβάνουμε τα προβλήματα πριν εμφανιστούν.)
Es más fácil prevenir que remediar.
(Είναι πιο εύκολο να προλαμβάνεις παρά να επανορθώνεις.)
Prevenir situaciones difíciles es parte de la planificación.
(Η πρόληψη δύσκολων καταστάσεων είναι μέρος του σχεδιασμού.)
El gobierno está tomando medidas para prevenir el cambio climático.
(Η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα για να αποτρέψει την κλιματική αλλαγή.)
Η λέξη "prevenir" προέρχεται από τα Λατινικά "praevenire", που σημαίνει "να έρθεις πριν", από τις ρίζες "prae" (μπροστά) και "venire" (έρχομαι).
Συνώνυμα: - Evitar (αποφεύγω) - Proteger (προστατεύω)
Αντώνυμα: - Causar (προκαλώ) - Facilitar (διευκολύνω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "prevenir" στο ισπανικό γλωσσικό πλαίσιο, καθώς και τις χρήσεις της και τη σημασία της.