Το "prevenirse" είναι ρήμα.
/preβeˈnin̲se/
Η λέξη "prevenirse" προέρχεται από το ρήμα "prevenir" που σημαίνει "να προλαμβάνω" ή "να προειδοποιώ". Στα Ισπανικά, το ρήμα "prevenirse" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του να παίρνεις προφυλάξεις ή να προετοιμάζεσαι για πιθανές αρνητικές συνέπειες ή γεγονότα. Στην καθημερινή χρήση, συναντάται συχνά και στους τομείς του δικαίου και της υγείας.
Η συχνότητα χρήσης του "prevenirse" είναι σχετικά κοινή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές μορφές, αν και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο.
Είναι σημαντικό να προλαμβάνεις τις ασθένειες.
Debemos prevenirnos de los peligros del clima.
Πρέπει να προγραμματίσουμε για τους κινδύνους του καιρού.
Ella siempre se previene antes de un examen.
Η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία.
Es recomendable prevenirse antes de actuar.
Συνιστάται να προλαμβάνεσαι πριν από την δράση.
No hay que esperar a que sea demasiado tarde para prevenirse.
Δεν πρέπει να περιμένεις να είναι πολύ αργά για να προετοιμαστείς.
Cada vez que viajo, me prevengo contra robos.
Κάθε φορά που ταξιδεύω, προετοιμάζομαι κατά των κλοπών.
Prevenirse de las críticas es una buena estrategia.
Η προετοιμασία ενάντια στις κριτικές είναι μια καλή στρατηγική.
Siempre es sabio prevenirse de situaciones problemáticas.
Η λέξη "prevenirse" προέρχεται από το λατινικό "praevenire", όπου το "prae" σημαίνει "πριν" και το "venire" σημαίνει "έρχομαι". Η σύνθεση αυτή καταδεικνύει την έννοια της προετοιμασίας και της πρόληψης πριν την εκδήλωση ενός συμβάντος.
Συνώνυμα: - предотвращаться - anticiparse
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - descuidar (παραμελώ)