Η λέξη "preventivo" είναι επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που αποτρέπει ή προλαμβάνει.
Φωνητική μεταγραφή: /pɾeβenˈtiβo/
Η λέξη "preventivo" αναφέρεται σε κάτι που έχει σχεδιαστεί ή προγραμματιστεί για να αποτρέψει ή να περιορίσει μια κακή κατάσταση ή συνέπεια. Χρησιμοποιείται τόσο σε νομικά όσο και σε ιατρικά περιβάλλοντα, καθώς και σε γενικές περιπτώσεις, όπως σε πολιτική προστασία και ασφαλιστικά μέτρα. Είναι αρκετά συχνό στον γραπτό λόγο αλλά και στον προφορικό, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγω της θεματικής του.
Τα προληπτικά μέτρα είναι καθοριστικής σημασίας για την αποφυγή ασθενειών.
Se recomienda un chequeo médico preventivo cada año.
Συνιστάται ένας προληπτικός ιατρικός έλεγχος κάθε χρόνο.
La empresa implementó protocolos preventivos para garantizar la seguridad de los empleados.
Η λέξη "preventivo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε επαγγελματικά και ιατρικά πλαίσια.
Έχοντας ένα προληπτικό σχέδιο είναι το κλειδί για την επιτυχία.
Los chequeos médicos preventivos ayudan en la detección temprana de enfermedades.
Οι προληπτικοί ιατρικοί έλεγχοι βοηθούν στην πρώιμη ανίχνευση ασθενειών.
La educación preventiva es fundamental para el bienestar comunitario.
Η προληπτική εκπαίδευση είναι θεμελιώδης για την ευημερία της κοινότητας.
Adoptar medidas preventivas puede salvar vidas.
Η υιοθέτηση προληπτικών μέτρων μπορεί να σώσει ζωές.
La concienciación preventiva es crucial en la lucha contra enfermedades.
Η λέξη "preventivo" προέρχεται από το λατινικό "preventivus", το οποίο προέρχεται από το "praevenire", που σημαίνει "να έρχεται πριν" ή "να αποτρέπει".
Συνώνυμα: - Proactivo (προδραστικός) - Precautorio (προστατευτικός)
Αντώνυμα: - Reactivo (αντιδραστικός) - Descuido (αμέλεια)