Ρήμα
/ preˈβeɾ /
Η λέξη "prever" στα ισπανικά σημαίνει να προβλέπεις κάτι, να προγραμματίζεις ή να υιοθετείς μέτρα για το μέλλον. Χρησιμοποιείται στους τομείς της προγραμματισμένης δράσης και της δικαστικής πρόληψης. Είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και σε προφορικές συζητήσεις, ιδίως σε επαγγελματικά ή νομικά πλαίσια.
Είναι σημαντικό να προβλέψουμε τα έξοδα πριν ξεκινήσουμε το έργο.
Los expertos prevén un aumento en la temperatura global.
Η λέξη "prever" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στη ισπανική γλώσσα:
Χρειάζεται πολλή σοφία για να προβλέψεις το μέλλον της οικονομίας.
Prever problemas
Ο διαχειριστής πρέπει να προβλέψει προβλήματα για να αποφύγει δυσκολίες.
No prever
Η λέξη "prever" προέρχεται από το λατινικό "prævidere", που σημαίνει "να βλέπω πριν" (præ = πριν, videre = να βλέπω).
Συνώνυμα: - anticipar - pronosticar - planificar
Αντώνυμα: - ignorar - desestimar - descuidar
Αυτές οι πληροφορίες σας παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "prever" στην ισπανική γλώσσα και τη χρήση της.