previo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

previo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "previo" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "previo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈpɾe.βjo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "previo" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που έρχεται πριν ή προηγείται χρονικά ή λογικά από κάτι άλλο. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και στους τέσσερις τομείς που αναφέρθηκαν, δηλαδή στην καθημερινή γλώσσα, στο δίκαιο, στην πολυτεχνική ακαδημαϊκή κοινότητα και στον κινηματογράφο.

Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή και συναντάται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El acuerdo previo fue fundamental para el éxito del proyecto.
  2. Η προηγούμενη συμφωνία ήταν θεμελιώδης για την επιτυχία του έργου.

  3. Es importante revisar la información previa antes de tomar una decisión.

  4. Είναι σημαντικό να ελέγξετε τις προηγούμενες πληροφορίες πριν πάρετε μια απόφαση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "previo" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Hacer un análisis previo.
  2. Να κάνετε μια προηγούμενη ανάλυση.

  3. Preparar el terreno previo.

  4. Να προετοιμάσετε το προηγούμενο έδαφος.

  5. Establecer un aviso previo.

  6. Να καθορίσετε μια προηγούμενη ειδοποίηση.

  7. Requerir una evaluación previa.

  8. Να απαιτείτε μια προηγούμενη αξιολόγηση.

  9. Hacer una planificación previa.

  10. Να κάνετε μια προηγούμενη σχεδίαση.

  11. Firmar un contrato previo.

  12. Να υπογράψετε μια προηγούμενη σύμβαση.

  13. Realizar un estudio previo.

  14. Να εκτελέσετε μια προηγούμενη μελέτη.

  15. Darle un aviso previo.

  16. Να του δώσετε μια προηγούμενη ειδοποίηση.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "previo" προέρχεται από το λατινικό "praevius," το οποίο σημαίνει "προηγήθηκε" ή "στα προ μπροστά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - anterior (προηγούμενος) - preliminar (προκαταρκτικός)

Αντώνυμα: - posterior (μεταγενέστερος) - siguiente (επόμενος)



22-07-2024