Το "previo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "previo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈpɾe.βjo/
Η λέξη "previo" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που έρχεται πριν ή προηγείται χρονικά ή λογικά από κάτι άλλο. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και στους τέσσερις τομείς που αναφέρθηκαν, δηλαδή στην καθημερινή γλώσσα, στο δίκαιο, στην πολυτεχνική ακαδημαϊκή κοινότητα και στον κινηματογράφο.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή και συναντάται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Η προηγούμενη συμφωνία ήταν θεμελιώδης για την επιτυχία του έργου.
Es importante revisar la información previa antes de tomar una decisión.
Η λέξη "previo" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να κάνετε μια προηγούμενη ανάλυση.
Preparar el terreno previo.
Να προετοιμάσετε το προηγούμενο έδαφος.
Establecer un aviso previo.
Να καθορίσετε μια προηγούμενη ειδοποίηση.
Requerir una evaluación previa.
Να απαιτείτε μια προηγούμενη αξιολόγηση.
Hacer una planificación previa.
Να κάνετε μια προηγούμενη σχεδίαση.
Firmar un contrato previo.
Να υπογράψετε μια προηγούμενη σύμβαση.
Realizar un estudio previo.
Να εκτελέσετε μια προηγούμενη μελέτη.
Darle un aviso previo.
Η λέξη "previo" προέρχεται από το λατινικό "praevius," το οποίο σημαίνει "προηγήθηκε" ή "στα προ μπροστά".
Συνώνυμα: - anterior (προηγούμενος) - preliminar (προκαταρκτικός)
Αντώνυμα: - posterior (μεταγενέστερος) - siguiente (επόμενος)