Η λέξη "prieto" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈpɾjeto/
Η λέξη "prieto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σφιχτό ή αυστηρό, είτε αναφέρεται σε φυσικά χαρακτηριστικά, όπως είναι ο σφιχτός χώρος, είτε σε χαρακτηριστικά συμπεριφοράς. Συχνά χρησιμοποιείται και για να δηλώσει έναν αυστηρό ή περιοριστικό τρόπο.
Η λέξη "prieto" είναι αρκετά συχνή στην ισπανική γλώσσα, με εγγενή εστίαση σε προφορικές και γραπτές συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και σε περιγραφές.
Η ζώνη είναι πολύ σφιχτή.
Tiene un carácter prieto, no le gusta el desorden.
Έχει αυστηρό χαρακτήρα, δεν του αρέσει η ακαταστασία.
El espacio es tan prieto que apenas podemos movernos.
Η λέξη "prieto" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κείμενα όπου περιγράφουν καταστάσεις που σχετίζονται με σφιχτότητα ή αυστηρότητα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα που χρησιμοποιούν την λέξη:
Μη έχεις σφιχτή καρδιά. Άφησε τον εαυτό σου να κυλήσει.
Con un nudo prieto, no se puede avanzar.
Με έναν σφιχτό κόμπο δεν μπορείς να προχωρήσεις.
El ambiente estaba muy prieto en la reunión.
Η λέξη "prieto" προέρχεται από το λατινικό "strictus," που σημαίνει "σφιχτός" ή "στενός." Η εξέλιξή της δείχνει τη μεταβολή της στην ισπανική γλώσσα, διατηρώντας την αρχική έννοια της αυστηρότητας και σφιχτού χαρακτήρα.
Συνώνυμα: - apretado (σφιχτός) - duro (σκληρός)
Αντώνυμα: - suelto (χαλαρός) - blando (μαλακός)