Η λέξη "prima" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[ˈpɾima]
Στα Ισπανικά, η λέξη "prima" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε ξαδέρφη (θυγατέρα του θείου ή της θείας). Έχει συχνή χρήση στην καθημερινή γλώσσα και εμφανίζεται με ίδια συχνότητα σε προφορικά και γραπτά κείμενα.
Mi prima vive en Madrid.
(Η ξαδέρφη μου ζει στη Μαδρίτη.)
Voy a visitar a mi prima este fin de semana.
(Θα επισκεφθώ την ξαδέρφη μου αυτό το Σαββατοκύριακο.)
Mi prima tiene una personalidad muy divertida.
(Η ξαδέρφη μου έχει μια πολύ διασκεδαστική προσωπικότητα.)
Η λέξη "prima" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικογένεια και τις σχέσεις.
Es como una prima para mí.
(Είναι σαν ξαδέρφη για μένα.)
Εδώ η έκφραση αναφέρεται σε κάποιο άτομο που θεωρείται πολύ κοντινός φίλος ή οικογενειακός χαρακτήρας, παρά μια αυστηρή συγγενική σχέση.
Entre primas nos entendemos bien.
(Μεταξύ ξαδερφών καταλαβαινόμαστε καλά.)
Αυτή η φράση υπογραμμίζει την καλή σχέση και επικοινωνία ανάμεσα σε κορίτσια που είναι ξαδέρφες.
Siempre estoy con mis primas en las vacaciones.
(Πάντα είμαι με τις ξαδέρφες μου στις διακοπές.)
Δείχνει την κοινοσημία και την επιθυμία να περνούν χρόνο μαζί σε οικογενειακές γιορτές.
Η λέξη "prima" προέρχεται από τη λατινική λέξη "prima", που σημαίνει "πρώτη" ή "πρώτη" (ως η μεγαλύτερη, η πιο σημαντική). Σημασιολογικά, στην οικογενειακή σχέση, αναφέρεται στη θέση ενός ατόμου μέσα στη συγγενική ιεραρχία.
Συνώνυμα:
- prima (ξαδέρφη/ανιψιά)
- sobrina (ανιψιά)
Αντώνυμα: - - [Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα στην οικογενειακή χρήση. Ωστόσο, για τη σημασία "προτίμηση", ένα κοντινό αντίθετο θα μπορούσε να είναι "desprecio" (αδιαφορία)].