primar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

primar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "primar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "primar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /pɾiˈmaɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήσεις

Η λέξη "primar" σημαίνει "να είναι πρωταρχικός ή κύριος" σε διάφορες χρήσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε εκπαιδευτικά ή επιχειρηματικά πλαίσια, όπως "primar razón" (πρωταρχικός λόγος) ή "primar objetivo" (κύριος στόχος). Εμφανίζεται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο ανάλογα με το πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La educación primar es fundamental para el desarrollo de los niños.
    (Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη των παιδιών.)

  2. Es importante primar la salud sobre los placeres temporales.
    (Είναι σημαντικό να προτεραιοποιούμε την υγεία πάνω από τις προσωρινές απολαύσεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "primar" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:

  1. Primar sobre todo:
    (Να προτιμούμε πάνω από όλα)
    La honestidad debe primar sobre todo en una relación.
    (Η ειλικρίνεια πρέπει να προτιμάται πάνω από όλα σε μια σχέση.)

  2. Primar la calidad:
    (Να προτεραιοποιείται η ποιότητα)
    Es esencial primar la calidad antes de la cantidad en un proyecto.
    (Είναι σημαντικό να προτεραιοποιούμε την ποιότητα πριν από την ποσότητα σε ένα έργο.)

  3. Primar la seguridad:
    (Να προτεραιοποιείται η ασφάλεια)
    En cualquier actividad, se debe primar la seguridad ante todo.
    (Σε οποιαδήποτε δραστηριότητα, πρέπει να προτεραιοποιείται η ασφάλεια πάνω από όλα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "primar" προέρχεται από την λατινική λέξη "primarius", που σημαίνει "πρώτος" ή "κύριος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - iniciar - destacar

Αντώνυμα: - secundar - ignorar



23-07-2024