Η λέξη "primario" είναι επίθετο.
/priˈma.ɾjo/
Η λέξη "primario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πρωταρχικό, βασικό ή σε πρώτο επίπεδο. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε διάφορους τομείς όπως η εκπαίδευση, η ιατρική, η ανάλυση δεδομένων, κ.λπ. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη έχει μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη των παιδιών.
El sistema de salud pone énfasis en la prevención primaria de enfermedades.
Η λέξη "primario" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες εκφράσεις σχετικές μπορεί να περιλαμβάνουν:
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι η βάση της γνώσης.
Los principios primarios guían nuestras decisiones.
Οι βασικοί κανόνες καθοδηγούν τις αποφάσεις μας.
Un enfoque primario es esencial en este proyecto.
Μια πρωτογενής προσέγγιση είναι ουσιαστική σε αυτό το έργο.
La atención primaria garantiza el acceso a la salud.
Η πρωτογενής φροντίδα εγγυάται την πρόσβαση στην υγεία.
El rol primario del maestro es educar a sus alumnos.
Η λέξη "primario" προέρχεται από το λατινικό "primarius", που σημαίνει "πρώτος" ή "βασικός".
Συνώνυμα: - fundamental - esencial - principal
Αντώνυμα: - secundario - terciario - subordinado